λαούτο

λαούτο
Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος της οποίας είναι διατεταγμένα εγκάρσια τα χωρίσματα ή τάστα– είναι κοντή και φαρδιά. Οι χορδές –συνήθως έξι– έχουν διαφορετικό πάχος: οι πέντε είναι διπλές (ζεύγη) και η έκτη (η λεγόμενη καντίνι) είναι μονή. Όργανα όμοια προς το λ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Αλλά το λ. στο οριστικό του σχήμα εισήχθη από τους Άραβες (από την αραβική επίσης προέρχεται η ονομασία αλ ουντ) στην Ισπανία και από εκεί διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το λ. ήταν πολύ της μόδας κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα σαλόνια ως συνοδεία στη μουσική χορού (ο γεμάτος παλμό ήχος του αποτελούσε ιδεώδες όργανο για τη συνοδεία του τραγουδιού) και αργότερα συμπεριελήφθη στην ορχήστρα. Η παρακμή του λ. συνέπεσε με την τάση να δώσουν και σε αυτό μεγαλύτερη έκταση· με την αύξηση του αριθμού των χορδών, το λ. έδωσε τη θέση του σε όργανα όπως το αρχιλαούτο και η θεόρβη. Η μουσική για λ. γραφόταν με ένα ιδιαίτερο σύστημα, γνωστό με την ονομασία πίνακας (γαλλ. tablature), που διέφερε από χώρα σε χώρα. Ο ιταλικός πίνακας, πιο απλός από τον γαλλικό, τον γερμανικό και τον ισπανικό, έμεινε αναλλοίωτος και όταν ακόμα άλλαξε ο αριθμός των χορδών και των διαστημάτων στο λ. Διάσημοι λαουτίστες και συνθέτες του 16ου αι. –που θεωρείται ο χρυσός αιώνας του λ.– υπήρξαν στην Ιταλία ο Φραντσέσκο ντα Μιλάνο και στην Αγγλία ο Γουίλιαμ Μπερντ. Λαούτο του 16ου αι., με εγχάρακτη λεπτή διακόσμηση (Μουσείο Μουσικών Οργάνων, Μιλάνο).
* * *
και λαγούτο και λαβούτο, το
είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ρουμ. lăută. Κατ' άλλη άποψη, < μσν. λαοῦτον και λαβοῦτο < αραβ. al ud «ούτι». Κατά την ίδια άποψη, ο πορτογαλ. τ. alaud, από τον οποίον προήλθαν οι άλλοι ευρωπαϊκοί τύποι, όπως ισπ. laud, ρουμ. lăută, γερμ. Laute, αγγλ. lute, ιταλ. leuto, γαλλ. luth, επιβεβαιώνει την αραβική προέλευση τής λέξης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λαουτιέρης — και λαουτάρης, ο αυτός που παίζει λαούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαούτο + κατάλ. ιέρης, (πρβλ. καμηλ ιέρης, τιμον ιέρης)] …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • Evagoras Karageorgis — Infobox Musical artist Name = Evagoras Karageorgis Img capt = Evagoras Karageorgis playing lute Birth name = Evagoras Karageorgis Born = birth date and age|1957|12|20 Tsada, Paphos Origin = Cyprus Occupation = composer, songwriter, lute… …   Wikipedia

  • Laouto — Lagouta aus dem 19. und 20. Jahrhundert im Museo Ellinikon Laikon Musikon Organon, Athen Das Laouto (griechisch λαούτο, sprich Laúto (n. sg.) ist ein griechisches Lauteninstrument. Andere Varianten der Bezeichnung des Instrumentes sind… …   Deutsch Wikipedia

  • Laouto — Laouta athéniens, fin XIXe siècle début XXe siècle (musée des instruments traditionnels d Athènes) …   Wikipédia en Français

  • Lautra — Laouto Laouta athéniens, fin XIXème début XXème (musée des instruments traditionnels d Athènes) Le laouto (Λαούτο) ou laghouto (λαγούτο) est un instrument de musique grec signalé dès le XVIe siècle. C est un luth à corde pincées à manche… …   Wikipédia en Français

  • Lavta — Laouto Laouta athéniens, fin XIXème début XXème (musée des instruments traditionnels d Athènes) Le laouto (Λαούτο) ou laghouto (λαγούτο) est un instrument de musique grec signalé dès le XVIe siècle. C est un luth à corde pincées à manche… …   Wikipédia en Français

  • Lâvta — Laouto Laouta athéniens, fin XIXème début XXème (musée des instruments traditionnels d Athènes) Le laouto (Λαούτο) ou laghouto (λαγούτο) est un instrument de musique grec signalé dès le XVIe siècle. C est un luth à corde pincées à manche… …   Wikipédia en Français

  • Laute, die — Die Laute, plur. die n. 1) Ein musikalisches Saiten Instrument von sehr angenehmen Klange, dessen Saiten mit beyden Händen geschlagen werden. Die Laute spielen. Die Laute schlagen. Eine gute Laute spielen, gut auf der Laute spielen. Er schickt… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”